- πολυπυριτικά
- τα, Ν(ορυκτ.) ονομασία τών τεκτοπυριτικών ορυκτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polysilicates (< πολυ-* + silicate «πυριτικό άλας»). Ο τ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεκτοπυριτικός — ή, ό, Ν (συν. το ουδ. στον πληθ.) τα τεκτοπυριτικά (ορυκτ.) ομάδα ανόργανων χημικών ενώσεων τών οποίων η δομή χαρακτηρίζεται από πυριτικά τετράεδρα διατεταγμένα σε ένα τρισδιάστατο πλέγμα, αλλ. πολυπυριτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tectosilicates… … Dictionary of Greek
άστριοι — Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων)… … Dictionary of Greek